- καταδέσεσι
- κατάδεσιςbinding fastfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάδεσις — κατάδεσις, ἡ (Α) [καταδέω (Ι)] 1. στερεό δέσιμο 2. δέσιμο κάποιου με μάγια 3. στον πληθ. οἱ καταδέσεις μαγείες, μαγγανείες («ἐπῳδαῑς καὶ καταδέσεσι», Πλάτ.) … Dictionary of Greek